Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησης σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η ανάγνωση σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπο μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστοτόπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
LATEST
Ψηφίστηκαν οι αντιμονοπωλιακοί νόμοι της E.E.
Του Στάθη Ασπιώτη
Μετά από σχεδόν δύο χρόνια νομικών διαξιφισμών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε την Τρίτη 5, Ιουλίου 2022 τον Νόμο για τις Ψηφιακές Αγορές (Digital Markets Act) και τον Νόμο για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Digital Services Act), δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα για μια αποφασιστική αναμέτρηση μεταξύ της Ευρώπης και των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών, όπως οι Google, Facebook, Amazon, κ.ά.
Με την έγκριση των δύο νόμων, τα μέτρα περνούν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για ψήφιση. Εάν ανάψει πράσινο φως, όπως αναμένεται τους επόμενους μήνες, ο DMA και ο DSA θα μεταβούν στα έθνη της Ε.Ε. για ενσωμάτωση και εφαρμογή. Σημειώνουμε ότι καμία πράξη δεν θα εκτελεστεί μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2024, το νωρίτερο.
Και οι δύο πράξεις θέτουν περιορισμούς στη συμπεριφορά των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας. Ο DMA στοχεύει στη χαλιναγώγηση της εξουσίας των λεγόμενων «gatekeepers» που είναι πολύ μεγάλοι για να αποφευχθούν, ενώ ο DSA λειτουργεί με την υπόθεση ότι «ό,τι είναι παράνομο offline, θα πρέπει να είναι παράνομο και online», όπως την περιγράφει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Στις εταιρείες gatekeeper περιλαμβάνονται οι Amazon, Google και Facebook, οι οποίες ελέγχουν την πρόσβαση σε πλατφόρμες που χρησιμοποιούνται από τρίτες επιχειρήσεις. Ο DMA θα ρυθμίζει τις ενδιάμεσες εταιρείες και τα κοινωνικά δίκτυα εμποδίζοντάς τα να περιορίζουν την πρόσβαση στις πλατφόρμες τους ή να δίνουν προτεραιότητα στα δικά τους αγαθά και υπηρεσίες έναντι αυτών των ανταγωνιστών.
Οι διατάξεις του DMA είναι παρόμοιες με τον Αμερικανικό Νόμο περί Καινοτομίας και Επιλογής, ο οποίος αναπτύσσεται στο νομοθετικό σύστημα των ΗΠΑ.
Ο DSA «θέτει σαφείς υποχρεώσεις για τους παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή τις αγορές, για την αντιμετώπιση της διάδοσης παράνομου περιεχομένου, της διαδικτυακής παραπληροφόρησης και άλλων κοινωνικών κινδύνων», σύμφωνα με δήλωση που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Τι θα κάνουν οι χώρες μέλη;
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Καταναλωτών (BEUC) έστειλε επιστολή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα τέλη Ιουνίου, εκφράζοντας την ανησυχία του ότι τα έθνη μπορεί να μην έχουν το προσωπικό, τις ικανότητες και τη διάθεση για να διασφαλίσουν ότι οι Big Tech υπακούουν πραγματικά τους κανόνες.
«Εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν διαθέτει τους απαραίτητους πόρους και την εσωτερική τεχνογνωσία για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση, οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας είναι απίθανο να λάβουν σοβαρά υπόψη τις ευθύνες τους για συμμόρφωση», υποστήριξε στην επιστολή του.
Ο Andreas Schwab, Γερμανός βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εισηγήθηκε τον DMA, εξέφρασε παρόμοιες ανησυχίες: «Χρειαζόμαστε κατάλληλη εποπτεία για να βεβαιωθούμε ότι ο ρυθμιστικός διάλογος λειτουργεί. Μόνο όταν κάνουμε διάλογο μεταξύ ίσων θα μπορέσουμε να λάβουμε τον σεβασμό που αξίζει η Ε.Ε. και αυτό το οφείλουμε στους πολίτες και στις επιχειρήσεις μας».
Η Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια του BEUC, Ursula Pachl, είπε ότι μεγάλο μέρος της επιτυχίας ή της αποτυχίας των πράξεων δεν προέρχεται από το κοινοβούλιο της Ε.Ε. ή την Ε.Κ., αλλά από τα έθνη της Ε.Ε. «Τα κράτη-μέλη πρέπει τώρα, επίσης, να παρέχουν στην Επιτροπή τους απαραίτητους πόρους επιβολής (enforcement resources) για να παρέμβει τη στιγμή που υπάρχει φάουλ στο παιχνίδι».
Εξάλλου, το Ευρωκοινοβούλιο εξέδωσε την εξής ανακοίνωση την Τρίτη:
«Για να διασφαλιστεί ότι οι νέοι κανόνες του DMA εφαρμόζονται σωστά και ευθυγραμμίζονται με τον δυναμικό ψηφιακό τομέα, η Commission είναι σε θέση να διενεργήσει έρευνες αγοράς. Εάν ένας gatekeeper δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει πρόστιμα έως και 10% του συνολικού παγκόσμιου κύκλου εργασιών του (gatekeeper) κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος ή έως και 20% σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης μη-συμμόρφωσης».