LATEST
Γυρίστε πίσω τον χρόνο σε περίπτωση επίθεσης ransomware!

Σύμφωνα με την έκθεση Cost of a Data Breach Report 2024 της IBM, το μέσο κόστος μιας επίθεσης ransomware ανέρχεται σε 4,91 εκατομμύρια δολάρια. Το ποσό αυτό μπορεί να αυξηθεί σημαντικά, ανάλογα με το αν εμπλέκονται ή όχι οι διωκτικές αρχές. Πέρα από το άμεσο οικονομικό βάρος, η διαδικασία ανάκαμψης από μια τέτοια επίθεση μπορεί να διαρκέσει ημέρες, μήνες ή ακόμη και χρόνια. Η διάρκεια αυτή εξαρτάται από παράγοντες όπως η ανθεκτικότητα του δράστη απειλής και η ετοιμότητα της ομάδας κυβερνοασφάλειας.
Η διαχείριση της ανάκαμψης και το κόστος που τη συνοδεύει αποτελούν σοβαρές προκλήσεις και μπορούν να γίνουν ακόμα πιο προβληματικά όταν μια επιχείρηση αποφασίζει να πληρώσει λύτρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, βασίζεται στην καλή θέληση του δράστη για την παροχή του κλειδιού αποκρυπτογράφησης.
Σύμφωνα με την ESET, λόγω της συνεχώς εξελισσόμενης φύσης του ransomware, αλλά και της εμπλοκής κρατικών φορέων, το τοπίο των ψηφιακών απειλών παραμένει ιδιαίτερα δυσμενές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις γενικότερα και τις κρατικές υποδομές. Το ποσοστό εμφάνισης ransomware συνεχίζει να αυξάνεται, αντιπροσωπεύοντας πλέον το 23% όλων των παραβιάσεων. Η κατάσταση είναι ακόμα πιο δύσκολη για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν περιορισμένα κονδύλια για την κυβερνοασφάλεια.
Η ESET αναγνωρίζει τη σημασία της πρόληψης ως το πρώτο και βασικό βήμα για την επιτυχία της κυβερνοασφάλειας. Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις που δεν δίνουν προτεραιότητα στην πρόληψη ως βασικό πυλώνα της αμυντικής τους στρατηγικής, καλούνται να εγκαταλείψουν την επιλογή της ποινικά υποβοηθούμενης ανάκτησης, δηλαδή την καταβολή λύτρων και να εστιάσουν στη βελτίωση των τακτικών αποκατάστασης. Υπάρχουν κυρίως τρεις τρόποι αντίδρασης σε μια επίθεση ransomware:
• Επαναφορά συστημάτων από αντίγραφα ασφαλείας.
• Αναμονή για τη δημοσίευση του κλειδιού αποκρυπτογράφησης, το οποίο συχνά παρέχεται από ερευνητές κυβερνοασφάλειας.
• Καταβολή λύτρων, με την ελπίδα ότι θα παρασχεθεί το κλειδί αποκρυπτογράφησης.
Τα αντίγραφα ασφαλείας θεωρούνται η δεύτερη καλύτερη επιλογή μετά την πρόληψη. Αποτελούν ένα πολύτιμο εργαλείο για την επαναφορά των συστημάτων σε μια προηγούμενη σταθερή κατάσταση είτε μετά από επίθεση κακόβουλου λογισμικού, είτε μετά από αποτυχημένη ενημέρωση, είτε κατά τη μετάβαση σε νέα συσκευή.
Ωστόσο, ακόμα και όταν είναι σωστά ρυθμισμένα, τα αντίγραφα ασφαλείας δεν εγγυώνται την πλήρη διατήρηση όλων των δεδομένων. Μπορεί να υπάρχουν απώλειες, είτε λόγω παραλείψεων κατά τη δημιουργία τους, είτε λόγω ταυτόχρονης μόλυνσης των αρχείων αντιγράφων.
Μια άλλη προσέγγιση είναι η αναμονή για τη δημοσίευση κλειδιών αποκρυπτογράφησης. Ερευνητές ασφαλείας, όπως αυτοί που συμμετέχουν στην πρωτοβουλία No More Ransom, εργάζονται εντατικά για την ανάλυση του κακόβουλου λογισμικού. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία απαιτεί πολύ χρόνο και τεχνογνωσία. Έτσι, για σκοπούς ανάκτησης, μια επιχείρηση ενδέχεται να περιμένει για μήνες ή ακόμα και χρόνια, με τα συστήματά της κλειδωμένα.
Η επίσημη σύσταση των φορέων ασφαλείας είναι η μη καταβολή λύτρων. Παρόλα αυτά, σε καταστάσεις ακραίας απόγνωσης, ορισμένες εταιρείες επιλέγουν να πληρώσουν, ελπίζοντας ότι θα λάβουν το απαραίτητο κλειδί. Αν ληφθεί αυτή η απόφαση, είναι κρίσιμο να γίνει υπό την επίβλεψη των αρχών επιβολής του νόμου και σε συνεννόηση με τους ασφαλιστές κυβερνοασφάλειας, τόσο για λόγους ευθύνης όσο και για την ορθή καταγραφή των ενεργειών.
Αν και τα αντίγραφα ασφαλείας είναι αναμφίβολα κρίσιμα για την ανάκαμψη μιας επιχείρησης από κυβερνοεπιθέσεις, μπορούν ταυτόχρονα να αποτελέσουν στόχο κακόβουλων δραστηριοτήτων. Όσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να επανέλθει μια επιχείρηση στην κανονική της λειτουργία, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να πληρώσει λύτρα για την αποκατάσταση των συστημάτων της.